Θεωρείται δίσκος-σταθμός στην ελληνική δισκογραφία, με κάποιους να κάνουν λόγο για «πραγματεία στο ρεμπέτικο», βάσει της διαχρονικότητας που έχει αποκτήσει από τότε που πρωτοκυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1975.
Κύρια σημεία
- 45 χρόνια από την κυκλοφορία του δίσκου «50 Χρόνια Ρεμπέτικο Τραγούδι»
- Ο βασικός συντελεστής της συλλογής, Γιώργος Νταλαράς, μιλά για το κίνητρο πίσω από τις ηχογραφήσεις
- Πρόκειται για τραγούδια με τα οποία μεγάλωσε νιώθοντας χρέος να μοιραστεί την αγάπη του για αυτά
Σημείωσε πωλήσεις άνω του μισού εκατομμυρίου, με τον αντίκτυπό του όμως να μετράται πολύ περισσότερο καθώς έφερε τις νεότερες γενιές πιο κοντά στο ρεμπέτικο τραγούδι.Άλλωστε, όπως μας λέει και ο ίδιος ο Γιώργος Νταλάρας - κύριος δημιουργός του δίσκου μαζί με ένα επιτελείο από οργανοπαίκτες, παραγωγούς και άλλους συναδέλφους – αυτός ήταν και ο πρωταρχικός στόχος του.
Source: George Dalaras
«Είχα μια ενδόμυχη επιθυμία να πάνε αυτά τα τραγούδια σε πολλούς νέους», δηλώνει χαρακτηριστικά.
Τα κομμάτια αυτά, όπως λέει, τα άκουγε «από μωρό παιδί» και πέρα από την προσωπική επένδυση ήθελε να αναδείξει την αξία τους.
Ξεκίνησαν, όπως μας μεταφέρει, τις ηχογραφήσεις από το 1972. Τρία χρόνια αργότερα όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος, ο Νταλάρας ήταν μόλις 26 ετών και ήδη καταξιωμένος στο αποκαλούμενο έντεχνο τραγούδι.
Πώς λοιπόν εξηγείται η απόφαση για μια «μελέτη» στο ρεμπέτικο;
«Το μεράκι ενός νέου ανθρώπου που μπαίνει στο τραγούδι είναι να μάθει το τί σημαίνει το τραγούδι», απαντά εξηγώντας ότι για τον ίδιο ένα κομμάτι είναι κάτι πολύ παραπάνω από τρία λεπτά διασκέδασης.
«Πίσω του κρύβεται ο λόγος, η ποίηση που λέμε, η σύνθεση και η τέχνη, τεχνική μουσικής εκτέλεσης.
«Όταν είσαι μικρός και σκέφτεσαι με αυτόν τον τρόπο, όλα τα άλλα έρχονται[...]
«Ηθελα να δείξω στους συνομήλικούς μου τη συγκίνηση που έζησα εγώ. Είχα το μεράκι και ένιωθα ένα χρέος, σαν υποχρέωση που την πήρα μόνος μου».
Πατήστε play στην κεντρική φωτογραφία για να ακούσετε ολόκληρη τη συνέντευξη του Γιώργου Νταλάρα, με αφορμή την 45η επέτειο του δίσκου «50 χρόνια ρεμπέτικο τραγούδι», όπου μιλά μεταξύ άλλων για τις πηγές στις οποίες ανέτρεξε, τους ρεμπέτες δημιουργούς των τραγουδιών του δίσκου και τα μουσικά ρεύματα που ακολούθησαν.